- οἰκοῦνται
- οἰκέωinhabitpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
οἰκοῦντ' — οἰκοῦντα , οἰκέω inhabit pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰκοῦντα , οἰκέω inhabit pres part act masc acc sg (attic epic doric) οἰκοῦντι , οἰκέω inhabit pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) οἰκοῦντι , οἰκέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)